κυανάμπυξ

κυανάμπυξ
κυανάμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει κυανό διάδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἄμπυξ «διάδημα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

  • κυανάμπυκα — κυανάμπῡκα , κυανάμπυξ with dark masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανάμπυκας — κυανάμπῡκας , κυανάμπυξ with dark masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυανάμπυκι — κυανάμπῡκι , κυανάμπυξ with dark masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”